γαιανθρακούχος

γαιανθρακούχος
-ον
αυτός που περιέχει γαιάνθρακα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γαιανθρακώδης — ( ους), ες 1. ο γαιανθρακούχος* 2. (για καύσιμη ύλη) αυτός που μοιάζει με γαιάνθρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαιάνθρακας. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Ιω. Πύρλα, στην εφημερίδα Βελτίωσις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”